- ἀλαβαστροφόρος
- ἀλαβαστροφόροςcarrying vasesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλαβαστροφόρος — ἀλαβαστροφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει αγγεία (από αλάβαστρο συνήθως). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστρος + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek
ἀλαβαστροφόρον — ἀλαβαστροφόρος carrying vases masc/fem acc sg ἀλαβαστροφόρος carrying vases neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαβαστοφόρος — ἀλαβαστοφόρος, ον (Α) ο αλαβαστροφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστος + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek